- εὐνατήριον
- εὐνᾱτήριον , εὐνατήριονbed-chamberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ευναστήριον — εὐναστήριον, τὸ (Α) βλ. εὐνατήριον … Dictionary of Greek
εὐνατηρίοις — εὐνᾱτηρίοις , εὐνατήριον bed chamber neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)